ΑΠΟΨΕΙΣ... 

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

του Σταύρου Χρ. Τσέτση, Δρος ΕΜΠ


Συστοιχία στόχων - στρατηγικής - μέτρων: η κρίσιμη σχέση

Οι κύριοι, γενικοί στόχοι του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου συνάδουν με τις τάσεις της παγκόσμιας ολοένα πιο ενοποιημένης και χωρίς περιορισμούς αγοράς τουρισμού, τις σχετικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και με τα διαρθρωτικής φύσεως προβλήματα και τις προοπτικές του εξεταζόμενου τομέα στη χώρα μας.

Είναι πρόδηλο ότι οι επιμέρους επιδιώξεις, οι οποίες καταγράφονται σαφώς και κυρίως η όχι (πάντα) ευδιάκριτη ακολουθητέα στρατηγική, τα μέσα επίτευξης τους, τα ειδικά μέτρα/ ενέργειες/ δράσεις/ έργα και πρωτίστως οι χωρικές τους προβολές, όπως και ο επιμερισμός του κόστους των ανωτέρω στα χρηματοδοτικά εργαλεία, μέσα και τεχνικές, συγκροτούν τα δομικά στοιχεία ενός ουσιαστικού Χωροταξικού Σχεδίου.

Η κύρια άρθρωση του δημοσιοποιημένου Πλαισίου, αποτελεί βάση διαλόγου, χρήζει ωστόσο συμπληρώσεων, διευκρινήσεων, ενδεχομένως βελτιώσεων ή και σε κάποια σημεία επανεξέτασης.

Ενδεικτικά αναφέρονται: Μια χωροταξική πολιτική, και ειδικότερα το υπόβαθρο της, το Σχέδιο, ποσοτικοποιεί στόχους π.χ. τάξη μεγέθους αριθμού για παραθεριστική κατοικία για κάθε ενότητα. σε διαφορετική περίπτωση κατισχύει η λογική του laisser faire. Ποιες συγκεκριμένες ενέργειες διασφαλίζουν τη συστοιχία της κρίσιμης σχέσης στόχοι - στρατηγική - μέτρα; Πως μεταφράζονται συγκεκριμένα στο Πλαίσιο οι επιδιώξεις για ανάπτυξη μητροπολιτικού ή αστικού τουρισμού; Συσχετίζονται οι προτάσεις με τις εξελίξεις άλλων τομέων που επηρεάζουν άμεσα τον τουρισμό;


Κατηγοριοποίηση και κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης

Η χωρική κατηγοριοποίηση της επικράτειας -η οποία διαφοροποιεί τις κανονιστικές ή άλλες επεμβάσεις, ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις προοπτικές των σχετικών εδαφικών ενοτήτων- συνιστά ένα κατ’ αρχήν θετικό βήμα.

Η προτεινόμενη ωστόσο διάκριση του χώρου, όσο και οι κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης, εγείρουν σειρά ερωτημάτων:

• Οι ενότητες -αναπτυγμένες αναπτυσσόμενες ή άλλες- έχουν εσωτερικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν ομοιογενοποιήσεις χωρίς διάκριση: Μπορεί η Δυτική Ρόδος, η οποία στερείται στοιχειωδών υποδομών, να θεωρηθεί ως ανεπτυγμένη, όπως η ευρύτερη περιοχή του Βορείου Τριγώνου, της Πίνδου ή του Νότιου κομματιού της;

Ακόμη και εάν, ως σχεδιαστική υπόθεση θεωρηθεί στο σύνολό της ως φυσικό απόθεμα, δεν θα πρέπει να υπάρξουν αντισταθμιστικά μέτρα;
Ειδικότερα, η (προτεινόμενη) θέσπιση ειδικού τέλους σε περιοχές Natura για την προστασία και διαχείριση τους σύμφωνα με το σχέδιο Πλαισίου, θα πρέπει να επιβαρύνει μόνον αυτές ή (και) τις ευρύτερες ανεπτυγμένες περιοχές που τις περιβάλλουν;

• Σε τι διαφοροποιείται αναπτυξιακά το Ζαγόρι από τις όμορες περιοχές του Καλπακίου και την ευρύτερη περιοχή της Κόνιτσας; Υπάρχει συμβατότητα με την Κ.Υ.Α. για το Πάρκο της Λίνδου.

• Μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα η εγκατάσταση νέων τουριστικών εγκαταστάσεων σε ακατοίκητα νησιά; Ή είναι καταλληλότερη η επανάχρηση/ αναβίωση εγκαταλελειμμένων οικισμών τους π.χ. στην Αλυμιά.
Παράλληλες παρεμβάσεις πιθανότατα να προσκρούσουν στη φέρουσα ικανότητα.

• Μπορούμε να θεωρήσουμε ως σύγχρονη και προσιδιάζουσα προσέγγιση την «ελαχιστοποίηση των επεκτάσεων παραδοσιακών οικισμών»; Σημειώνεται ότι οι οικιστικοί πυρήνες των δημοφιλέστερων τουριστικών προορισμών της χώρας, είναι χαρακτηρισμένοι παραδοσιακοί.
Τα (έωλα) διλήμματα ανάκτηση ή επέκταση της δεκαετίας του ’60, έχουν βρει τη λύση: ταυτόχρονη διεύρυνση νέων συνόλων extra muros και ενεργό διατήρηση του ιστορικού ιστού, ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες (Bologna).

• Ακόμη και ένα θεωρηθεί, ως προγραμματική υπόθεση, ότι οι προτεινόμενες εγκαταστάσεις γκολφ στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων αποτελούν προτεραιότητα για την τουριστική ανάπτυξη της, τίθεται το ερώτημα πως ενισχύονται επενδυτικά, σε σχέση π.χ. με ανάλογες χωροθετήσεις στην όμορη Θεσπρωτία ή την Πρέβεζα.

• Είναι γεγονός ότι ο καθορισμός της αρτιότητας στις αναπτυσσόμενες περιοχές στα 8 στρεμ. και στα 4 στρεμ. για περιοχές «με κυρίαρχη χρήση άλλη, από τον τουρισμό και δυνατότητα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών», καθώς και η διεύρυνση της δημιουργίας εγκαταστάσεων περιμετρικά των ορίων/ ζώνης μικρών οικισμών, αποτελούν ουσιαστικά κίνητρα. Όμως η αύξηση στις λεγόμενες ανεπτυγμένες περιοχές της αρτιότητας, αδιάκριτα από 10 στα 15 στρεμ., επένδυση ενδεχομένως βιωσιμότερη οικονομικά (δεύτερη αλλαγή σε δύο χρόνια), θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις, π.χ. σε θύλακες με υστέρηση ανάπτυξης ανεπτυγμένων ενοτήτων με έλλειμμα εκτάσεων.

• Το πλαίσιο, ορθώς, δίνει έμφαση στον θαλάσσιο τουρισμό και στη χρήση σκαφών αναψυχής, Πρόκειται για ένα τομέα ιδιαίτερα αναπτυσσόμενου διεθνώς και με ευοίωνες προοπτικές για τη χώρα μας, πλην εξόχως ανταγωνιστικό.

Είναι γεγονός ότι τόσο το νέο εργαλείο των ΣΔΙΤ, όσο και η Τέταρτη Διαρθρωτική Δέσμη, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση των ΟΤΑ, δημιουργούν ικανές χρηματοοικονομικές και θεσμικές προϋποθέσεις σχεδιασμού/ υλοποίησης/ λειτουργίας των απαραίτητων λιμενικών υποδομών σε όλο τον νησιώτικό και παράκτιο χώρο.

Το ζητούμενο όμως και άμεση προτεραιότητα παραμένει η χωροταξική διάρθρωσή τους και η απλούστευση των συνολικών διαδικασιών δημιουργίας των σχετικών υποδομών: μαρίνες, αλιευτικά καταφύγια.


Παραθεριστική κατοικία και περιβάλλον. Ο τοπικός σχεδιασμός διασφαλίζει ισορροπία.

Το πλαίσιο επιχειρεί -και ορθώς- να προσεγγίσει την ικανοποίηση της εντεινόμενης ζήτησης για οργανωμένη, παραθεριστική κατοικία στη χώρα μας, η οποία δεν εκδηλώνεται μόνον στις παραθαλάσσιες περιοχές. Πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με περιβαλλοντικούς όρους και ιστορικότητας/ ιδιαιτερότητας του χώρου, και όχι να «αφοριστεί» αδάπανα.

Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων οικιστικών συγκροτημένων (Β’ κατοικία, διάταγμα χρήσεων του 87, ΠΕΡΠΟ), πρωτίστως μέσω των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ)/ Σχεδίων Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ).

Όμως το ιδιαίτερα σχοινοτενές και εν πολλοίς ατελέσφορο ισχύον σύστημα χωρικού σχεδιασμού, αποτελεί μείζων αντικίνητρο. Και αυτό τον τρόπο η (αυξημένη) ζήτηση ωθείται ασχεδίαστα εκτός σχεδίου/ ορίων και βάσει παρεκκλίσεων, ενίοτε αυθαίρετα, δημιουργώντας οικιστικά μορφώματα, χωρίς τεχνικές ή κοινωνικές υποδομές, μέρος μόνον των οποίων υλοποιείται εκ των υστέρων.

Η οργανωμένη και όχι η συγκυριακή και τυχαία δόμηση, προβάλει αναγκαία. τίθενται ωστόσο κρίσιμα ζητήματα ποσοτικοποιήσεων, φέρουσας ικανότητας, συναρμογής με τους υφιστάμενους/ προς επέκταση οικισμούς και το ευρύτερο αστικό πλέγμα και την εν γένει δυναμική, την αρμονική διαπλοκή σχέσεων με το περιβάλλον, τις υποδομές και τις επιπτώσεις στην υπάρχουσα και προγραμματισμένη ξενοδοχειακή δυναμικότητα. και πρωτίστως την ενσωμάτωση των κριτηρίων βιωσιμότητας.

Τα ανωτέρω, μερικά μόνον εμπίπτουν στις προδιαγραφές ενός Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου / Σχεδίου Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης, με τα οποία δεν προκύπτει συσχετισμός. Όμως ένα νέο σύνθετο εργαλείο, αναπτυξιακό περισσότερο παρά χωροταξικό, όπως το προτεινόμενο, δεν μπορεί παρά να ενσωματώνεται και σε κάθε περίπτωση να είναι σε συμβατότητα με τις υφιστάμενες/ προγραμματισμένες τοπικές χρήσεις γης.

Η παράκαμψη τους δεν διασφαλίζει τάσεις υπέρμετρης αστικοποίησης.


Ο έλεγχος της δόμησης και η αποκατάσταση της παθογένειας, ως προϋπόθεση.

Η τουριστική ανάπτυξη της χώρας με ποιοτικούς όρους προϋποθέτει τον έλεγχο της δόμησης, καταστολή κάθε περαιτέρω αυθαιρεσίας και επεμβάσεις αποκατάστασης της παθογένειας των υποβαθμισμένων οικιστικών συγκροτημάτων τουριστικού ενδιαφέροντος και των περιμετρικών τους χώρων.

Μπορεί να δημιουργηθούν νέοι προορισμοί σε περιοχές που δυνητικά έχουν τις προϋποθέσεις τουριστικής ανάπτυξης -π.χ. στο Δέλτα του Πηνειού- διατηρώντας τα παθογενή φαινόμενα των υφισταμένων των «οικιστικών κηλίδων» και μη ελέγχοντας τη νέα δόμηση;

Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δίνει τη δυνατότητα αναπλάσεων (2508/97). Όμως το μέτρο, που προϋποθέτει μεγαλύτερη εμπλοκή των ενδιαφερομένων ΟΤΑ, εντάσσεται στη λογική της τρέχουσας ανεπαρκούς διαδικασίας αστικού σχεδιασμού.

Η έως σήμερα εμπειρία κατέδειξε επαρκώς την ανάγκη αναμόρφωσης/ απλοποίησης των σχεδιαστικών διαδικασιών του συστήματος και την απόδοση των αναγκαίων εκείνων αρμοδιοτήτων στους άμεσα εμπλεκόμενους, ΟΤΑ, στο πνεύμα της αρχής της επικουρικότητας.

Ασφαλώς απαιτούνται νέα νομοθετήματα που θα εξειδικεύσουν τις προτεινόμενες γενικές κατευθύνσεις του Πλαισίου και ρυθμίσεις που θα άρουν ασάφειες/ κενά οι οποίες πλήττουν το σχεδιασμό, στην επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος, και που θα διασφαλίζουν την αυτονόητη συμβατότητα με την ισχύουσα Συνθήκη και το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Εδώ έγκειται η ουσία ενός Χωροταξικού Σχεδίου, τη «φυσική κατάληξη» ενός Πλαισίου, που καλείται να αποτελέσει το υπόβαθρο μιας -απολύτως απαραίτητης- χωροταξικής πολιτικής. που συνεχίζει να αποτελεί το ζητούμενο.



Πίσω στις "Απόψεις"