ΑΠΟΨΕΙΣ... 

 

ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ

k. Αλ. Ζαούση 13 – 12 – 2010

Η ΒΑΘΕΙΑ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛ-ΠΕΛΑΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κ. Γιώργος Α. Παπανδρέου, τον τελευταίο καιρό, στις συχνές ομιλίες του προς τους ομοϊδεάτες του στο εξωτερικό, κατακεραυνώνει τον συντηρητισμό και τους «κερδοσκόπους» και αναφέρεται στον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η σοσιαλδημοκρατία για την έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την κρίση. Όμως, στο επίπεδο αυτό ο κ. Γ.Α.Παπανδρέου συγχέει κάποια πράγματα, τα οποία πρέπει να μπουν στην θέση τους.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ραχοκοκκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και παγκοσμίως είναι το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Σκανδιναβίας, του Βελγίου, της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Αυτά τα κόμματα, το 1951, συνέστησαν στην Φραγκφούρτη την Σοσιαλιστική Διεθνή (ΣΔ), η οποία άρχισε να διευρύνεται αρκετά χρόνια τώρα.
Μία πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι καμμία από τις χώρες στις οποίες ανήκουν τα ιδρυτικά μέλη της ΣΔ δεν βρίσκεται σε κρίση. Αντιθέτως, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία είναι χώρες με εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις και συναλλαγματικά αποθέματα τα οποία σήμερα στηρίζουν την ευρωζώνη. Ειδικότερα δε στην Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, υπό τον καγκελλάριο Σρέντερ είναι αυτό που, χάρη στις βαθειές μεταρρυθμίσεις του υπέρ της ανταγωνιστικότητος, έφερε σήμερα την Γερμανία στην κορυφή των παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων –έστω και αν, για τον λόγο αυτόν, το κόμμα υπέστη πολιτική καθίζηση στις τελευταίες εκλογές.
Στην άλλη όχθη της ΣΔ βρίσκονται τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδος και της Πορτογαλίας, οι χώρες των οποίων αποτελούν σήμερα το μαλακό υπογάστριο της ευρωζώνης και, αν τελικά σωθούν από την πτώχευση, θα το οφείλουν στην γερμανική γενναιοδωρία και στις παρεμβάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ποια είναι, όμως, η διαφορά μεταξύ της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και της αντίστοιχης της νοτίου Ευρώπης; Η απάντηση είναι από κάθε άποψη απλή. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, εθισμένες στον δημοκρατικό διάλογο. Στην δεύτερη, αντί για σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για σοσιαλ-πελατοκρατία –ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, η οποία ποτέ δεν είχε σοσιαλδημοκρατική παράδοση.
Στις τέσσερις προβληματικές χώρες του Νότου, τα τριάντα τελευταία χρόνια οι σοσιαλιστές κυβέρνησαν 22 χρόνια στην Ελλάδα, 17 στην Ισπανία, 16 στην Γαλλία και 17 χρόνια στην Πορτογαλία. Σε όλες τις περιπτώσεις, παρέλαβαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και σήεμρα οι χώρες τους έχουν συσσωρευμένα δημόσια χρέη 4,2 τρισεκατομμύρια ευρώ. Επίσης, οι χώρες αυτές εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με το αντίστοιχο ισπανικό να οδεύει προς τα άνω του φράγματος του 20%. Ταυτοχρόνως, οι χώρες αυτές, παρά τον πακτωλό κοινοτικών επιδοτήσεων που δέχθηκαν, είναι –με εξαίρεση την Γαλλία– και από τις λιγότερο ανταγωνιστικές παγκοσμίως. Οι δε Ελλάδα και Πορτογαλία, από πλευράς ανταγωνιστικότητος βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ.
Η βασική αιτία της κρίσεως αυτής στην Ευρώπη του Νότου –στην οποία μάλλον θα προστεθεί και η Ιταλία– είναι η σοσιαλ-πελατοκρατία. Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου η σοσιαλδημοκρατική παράδοση ήταν και βεβαίως είναι ανύπαρκτη, το κενό καλύφθηκε από την σοσιαλ-πελατοκρατία, η οποία δομήθηκε περισσότερο σε σικελικού τύπου βάσεις παρά σε σοσιαλδημοκρατικού. Επί μία δε τριακονταετία, κύριος χρηματοδότης αυτής της σοσιαλ-πελατοκρατίας υπήρξε ο επάρατος νεοφιλελευθερισμός!!!
Αν από το 1980 και μετά οι χρηματοοικονομικές αγορές δεν είχαν σταδιακά απελευθερωθεί και οι χορηγήσεις πιστώσεων δεν είχαν προσλάβει κατακλυσμιαία μορφή, η σοσιαλ-πελατοκρατία ίσως δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Με άλλα λόγια, χωρίς τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές ροές, τις οποίες σήμερα καθυβρίζουν τα σοσιαλιστικά κόμματος Ελλάδος, Γαλλίας και Πορτογαλίας, δύσκολα θα είχαν διατηρηθεί στην εξουσία. Δύσκολα, επίσης, θα είχαν ενισχύσει τα σοσιαλ-πελατειακά κράτη που δημιούργησαν και τα οποία σήμερα είναι η Λερναία Ύδρα της Ευρώπης.
Στην βάση των όσων προηγούνται, η κρίση που πλήττει την Ευρώπη κατά κύριο λόγο κάθε άλλο παρά νεοφιλελεύθερη είναι. Είναι βαθύτατη κρίση των σοσιαλ-πελατειακών πολιτικών μορφωμάτων, με τα οποία οι δημιουργοί τους –οι σοσιαλιστές του Νότου, κατά κύριο λόγο– βρίσκονται σήμερα σε αντιπαράθεση. Αυτό είναι στην ουσία το υπόβαθρο της κρίσεως. Αυτή την πραγματικότητα αντιμετωπίζει ο κ. Γ.Α.Παπανδρέου. Γι αυτό και οι συντεχνίες αντιδρούν λυσσωδώς σε διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα βάλουν τέλος στην σοσιαλ-πελατοκρατία –η οποία ήδη καλείται στον ευρωπαϊκό Νότο να γίνει σοσιαλδημοκρατία.

 


k. Αλ. Ζαούση 13 – 12 – 2010

ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

«Η Κωνσταντινούπολη, πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010, φιλοδοξεί να γίνει το σταυροδρόμι συναντήσεως των πολιτισμών. Ακόμα, έχει κάθε δυνατότητα να εξελιχθεί και σε κορυφαίο οικονομικό και επιχειρηματικό κέντρο της ΝΑ Ευρώπης, γι αυτό και επενδύουμε σε υποδομές προς την κατεύθυνση αυτή». Αυτά μάς είπε, σε συζήτηση που είχαμε μαζί του, ο πρόεδρος του τουρκικού Κοινοβουλίου κ. Μεχμέτ Αλί Σαχίν, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως την σημασία που δίνει η Τουρκία στην έρευνα, στην ανάπτυξη, στην εκπαίδευση και στα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Μία ανταλλαγή απόψεων με Τούρκους δημοσιογράφους, εκδότες και γενικά ανθρώπους της επικοινωνίας επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Αξίζει δε τον κόπο να παραθέσουμε τα όσα μάς είπε ο κ. Χαγιατί Μπαϋράκ, πρόεδρος της Ενώσεως Τύπου και Εκδοτών της Τουρκίας: «Είμαστε το νεότερο έθνος στον κόσμο. Το γεγονός αυτό και μόνον αποτελεί από κάθε άποψη συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορούμε και δεν πρέπει να σπαταλήσουμε. Το ερώτημα όμως είναι τί λέμε και ποιες αξίες καλλιεργούμε σε αυτή την νεολαία. Τα πράγματα στο επίπεδο αυτό δεν είναι πάντα εύκολα. Ένα όμως είναι σίγουρο. Στην τουρκική νεολαία πρέπει να εμφυσήσουμε εμπιστοσύνη για το μέλλον, αισιοδοξία και μία πολυπολιτισμική κουλτούρα που να ανοίγει ορίζοντες με παγκόσμια εμβέλεια…».
Σύμμαχος της Τουρκίας προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη που παρουσιάζει η χώρα, η οποία το 2012 θα φθάσει στο 12%, από 8% που είναι ο ρυθμός για το 2010. Το εντυπωσιακό στην τουρκική περίπτωση είναι ότι η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τις υψηλές τεχνολογίες, αλλά και με τον τριτογενή τομέα της οικονομίας που είναι οι υπηρεσίες. Στην βάση αυτής της λογικής, η τουρκική κυβέρνηση στηρίζει τραπεζικές, τουριστικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες, δίνοντας ταυτοχρόνως ειδικό βάρος στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στις καινοτομίες.
«Βέβαια, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς», μάς είπε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας κ. Ουγκούρ Τακριόβερ, «πλην όμως τα πρώτα βήματα είναι πολύ θετικά. Γι αυτό και η Τουρκία προσελκύει επιστήμονες και φοιτητές από τις γύρω τουρκόφωνες χώρες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας καλός πυρήνας παραγωγής γνώσεων με τουρκικές ρίζες».
Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα φιλοδοξεί να τονώσει τις εμπορικές και επιχειρηματικές της σχέσεις με τον αραβικό κόσμο. Έτσι, πρόσφατα πήρε μέρος στις εργασίες του Συμβουλίου Συνεργασίας των Χωρών του Κόλπου (GCC) με στόχο της, αφ’ ενός, να γίνει πλήρες μέλος στην οργάνωση αυτή και, αφ’ ετέρου, να προωθήσει την ιδέα για την δημιουργία μιας ευρύτερης ζώνης οικονομικών συναλλαγών στην περιοχή. Προς την κατεύθυνση αυτή η τουρκική πλευρά έχει σύμμαχό της την Σαουδική Αραβία, η οποία, όπως φαίνεται, επενδύει πολλά στην Τουρκία του μέλλοντος.
Μια Τουρκία στην οποία, παρά τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) του κ. Ταγίπ Ερντογάν είναι περισσότερο προσηλωμένο στις αρχές της οικονομίας της αγοράς απ’ ό,τι οι κεμαλιστές αντίπαλοί του. Αυτός, εξάλλου, είναι ο λόγος που οι ξένες επενδύσεις συνεχώς ανεβαίνουν στην χώρα –άνοδος η οποία, ταυτοχρόνως, δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση Ερντογάν να ενισχύει και την δική της οικονομική επιρροή στην τουρκική κοινωνία εις βάρος του παραδοσιακού στρατιωτικού κατεστημένου. Συγχρόνως, όμως, η επιρροή αυτή μεταφράζεται, εκ των πραγμάτων πλέον, και σε εντυπωσιακή κοινωνική κινητικότητα, η οποία προκαλεί σοβαρά ρήγματα σε παραδοσιακές τουρκικές κοινωνικές ακαμψίες. Η οικονομική άνοδος, από την μία πλευρά ανεβάζει το τουρκικό κατά κεφαλήν εισόδημα, παράλληλα όμως ενισχύει και τον σχηματισμό μιας μεσαίας τάξεως η οποία αποκτά όλο και μεγαλύτερο πολιτικό βάρος.
Μέσα σε αυτή την νέα τουρκική μεσαία τάξη, το ΑΚΡ έχει ισχυρά πολιτικά και θρησκευτικά ερείσματα, πράγμα που σημαίνει ότι στην Τουρκία ουσιαστικά υπάρχουν δύο μεσαίες τάξεις. Μία στην οποία είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο και μία άλλη που στηρίζεται στις «λαϊκές» κεμαλικές αρχές. Το δε ερώτημα που τίθεται για τον παρατηρητή των κοινωνικών εξελίξεων στην γείτονα είναι κατά πόσον αυτές οι δύο μεσαίες τάξεις θα μπορούσαν να συμβιώσουν. Για την ώρα και στο μέτρο που η οικονομική ανάπτυξη συνεχίζεται, η εξέλιξη είναι ομαλή. Όμως, τί θα συμβεί αν η οικονομία παύσει να παράγει εισοδήματα προς διανομή;
Μια άλλη διάσταση της τουρκικής πραγματικότητος είναι η ενεργειακή. Η γειτονική μας χώρα είναι η χερσαία γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Καυκάσου, αλλά και μεταξύ Κεντρικής Ασίας και Μέσης Ανατολής. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν στρατηγικό δίαυλο μεταφορών. Το γεγονός αυτό ενισχύει από κάθε άποψη την γεωπολιτική σημασία της γείτονος –η οποία, όπως διαπιστώσαμε ύστερα από δύο διαδοχικές επισκέψεις μας, ναι μεν θέλει να διατηρεί μέρος της ευρωπαϊκής της ταυτότητος, πλην όμως αμφιβάλλουμε αν θα θελήσει πλέον να γίνει και πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αίσθησή μας είναι ότι, σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι τουρκικές φιλοδοξίες πάνε πολύ πιο μακρυά.

Πίσω στις "Απόψεις"